- κιβδηλοποιΐα
- η изготовление фальшивых денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιβδηλοποιία — η η τέχνη του κιβδηλοποιού: Είναι άφταστος στην κιβδηλοποιία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιβδηλοποιία — η η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου]. η η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβδηλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην… … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek